- ὀλβιῶν
- ὀλβίαblissfem gen plὀλβίζωmake happyfut part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀλβιῶν — Ὀλβία the Alps fem gen pl Ὀλβίη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλβίων — Ὄλβια the Alps neut gen pl Ὄλβιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβίων — ὄλβιος happy fem gen pl ὄλβιος happy masc/neut gen pl ὄλβιος happy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek